Perplesso στα ελληνικά

Μετάφραση: perplesso, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίκανος, ανήμπορος, αμηχανία, προβλημάτισε, μπερδεμένος, προβληματισμένος, προβληματισμένοι
Perplesso στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • perpetuo στα ελληνικά - ενδελεχής, παντοτινός, αέναος, διαρκής, αέναη, διαρκές, αόριστης διάρκειας
  • perplessità στα ελληνικά - σαστίζω, αμηχανία, απορία, αμηχανίας, σύγχυση, η αμηχανία
  • perquisire στα ελληνικά - έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
  • perquisizione στα ελληνικά - αναζήτηση, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
Τυχαίες λέξεις
Perplesso στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίκανος, ανήμπορος, αμηχανία, προβλημάτισε, μπερδεμένος, προβληματισμένος, προβληματισμένοι