Picchetto στα ελληνικά

Μετάφραση: picchetto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάσσαλος, παλούκι, απεργοφύλαξ, φρουρώ, πασσαλώ, φρουρά
Picchetto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • picca στα ελληνικά - λούτσος, τούρνα, λούτσο, τούρνας, την τούρνα
  • piccante στα ελληνικά - πικάντικος, καυτός, μυτερός, κοφτερός, οξυδερκής, αιφνίδιος, πικάντικο, ...
  • picchiare στα ελληνικά - νικώ, χαστούκι, σουξέ, σφαίρα, χτυπώ, δέρνω, απεργία, ...
  • picchio στα ελληνικά - κρότος, βρόντος, γδούπος, βροντώ, δρυοκολάπτης, δρυοκολαπτών, δρυοκολάπτη, ...
Τυχαίες λέξεις
Picchetto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάσσαλος, παλούκι, απεργοφύλαξ, φρουρώ, πασσαλώ, φρουρά