Pieghevole στα ελληνικά
Μετάφραση: pieghevole, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευλύγιστος, εύκαμπτος, πτυσσόμενος, αναδίπλωση, αναδίπλωσης, πτυσσόμενο, πτυσσόμενα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- piegare στα ελληνικά - καμπυλώνεται, στροφή, σκύβω, γέρνω, λυγίζω, κάμπτω, κάμψη, ...
- piegarsi στα ελληνικά - γέρνω, καμπυλώνεται, σκύβω, στροφή, σκύψουν, πέφτουν, να πέφτουν, ...
- piena στα ελληνικά - πλημμυρίζω, κατακλύζω, πλημμύρες, πλημμύρα, πλημμύρας, πλημμυρών, τις πλημμύρες
- pienezza στα ελληνικά - πολλοί, άφθονος, πολλά, πληρότητα, πληρότητας, πλήρωμα, την πληρότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Pieghevole στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευλύγιστος, εύκαμπτος, πτυσσόμενος, αναδίπλωση, αναδίπλωσης, πτυσσόμενο, πτυσσόμενα
Μεταφράσεις: ευλύγιστος, εύκαμπτος, πτυσσόμενος, αναδίπλωση, αναδίπλωσης, πτυσσόμενο, πτυσσόμενα