Pompa στα ελληνικά
Μετάφραση: pompa, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντλία, φουσκώνω, τρόμπα, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pomo στα ελληνικά - μήλο, μήλου, της Apple, μήλων, η Apple
- pomodoro στα ελληνικά - ντομάτα, ντομάτας, τομάτας, τομάτα, τομάτες
- pompare στα ελληνικά - φουσκώνω, αντλία, τρόμπα, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία
- pompiere στα ελληνικά - πυροσβέστης, πυροσβέστη, πυροσβεστικές, πυροσβεστών, πυροσβεστικής
Τυχαίες λέξεις
Pompa στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντλία, φουσκώνω, τρόμπα, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία
Μεταφράσεις: αντλία, φουσκώνω, τρόμπα, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία