Τρόμπα στα ιταλικά
Μετάφραση: τρόμπα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pompare, pompa, pompa di, della pompa, pompe, pompa a
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρόμπα
τρόμπα για προσυμπιεσμένα αεροβόλα, τρόμπα νερού τιμή, τρόμπα μουσικό όργανο, τρόμπα μαρίνα, τρόμπα ποδηλάτου, τρόμπα λεξικό γλώσσας ιταλικά, τρόμπα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- τρωκτικό στα ιταλικά - roditore, roditori, Rodent, dei roditori, di roditori
- τρόμος στα ιταλικά - spavento, timore, sbigottimento, terrore, sgomento, costernazione, paura, ...
- τρόπαιο στα ιταλικά - trofeo, trophy, il trofeo, trofei, trofeo di
- τρόπος στα ιταλικά - foggia, maniera, moda, voga, modo, fare, senso, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρόμπα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: pompare, pompa, pompa di, della pompa, pompe, pompa a
Μεταφράσεις: pompare, pompa, pompa di, della pompa, pompe, pompa a