Ponte στα ελληνικά
Μετάφραση: ponte, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεφυρώνω, γέφυρα, γέφυρας, γεφύρι, γεφυρών, της γέφυρας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ponderare στα ελληνικά - σταθμίζω, συλλογίζομαι, ζυγιάζω, αναμετρώ, αναλογιστούν, σκεφτείς, συλλογιστούν, ...
- ponente στα ελληνικά - δύση, δυτικός, δυτικά, West, δυτική
- pontefice στα ελληνικά - πάπας, αρχιερεύς, ποντίφικας, ποντίφικα, Pontiff
- ponteggio στα ελληνικά - σκαλωσιά, ικρίωμα, κρεμάλα, ικριώματος, σκαλωσιάς, ικριωμάτων
Τυχαίες λέξεις
Ponte στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεφυρώνω, γέφυρα, γέφυρας, γεφύρι, γεφυρών, της γέφυρας
Μεταφράσεις: γεφυρώνω, γέφυρα, γέφυρας, γεφύρι, γεφυρών, της γέφυρας