Γέφυρα στα ιταλικά

Μετάφραση: γέφυρα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ponte, ponticello, ponte di, bridge, ponti
Γέφυρα στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γέφυρα

γέφυρα ρίου - αντιρρίου, γέφυρα ρίου, γέφυρα ανόρθωσης, γέφυρα χαρίλαος τρικούπης, γέφυρα κόμμα, γέφυρα λεξικό γλώσσας ιταλικά, γέφυρα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • γέρνω στα ιταλικά - curvare, scarso, pendenza, svolta, piegarsi, flessione, scarno, ...
  • γέρος στα ιταλικά - antico, anziano, vecchio, vecchia, vecchi, antica
  • γήινος στα ιταλικά - terreno, terrestre, terrena, terrene
  • γήρανση στα ιταλικά - invecchiamento, di invecchiamento, l'invecchiamento, invecchiamento della, dell'invecchiamento
Τυχαίες λέξεις
Γέφυρα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ponte, ponticello, ponte di, bridge, ponti