Popolo στα ελληνικά

Μετάφραση: popolo, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνθρωποι, άνθρωπος, κόσμος, έθνος, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι
Popolo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • popolarità στα ελληνικά - δημοτικότητα, δημοτικότητά, τη δημοτικότητά, βαθμολογία τους, τη βαθμολογία
  • popolazione στα ελληνικά - πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, τον πληθυσμό
  • poppa στα ελληνικά - αυστηρός, βλοσυρός, πρύμνη, πρύμνης, εσω
  • poppante στα ελληνικά - θηλασμός, βρέφος, θηλάζει, θηλάζοντα, που θηλάζει
Τυχαίες λέξεις
Popolo στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνθρωποι, άνθρωπος, κόσμος, έθνος, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι