Prediletto στα ελληνικά

Μετάφραση: prediletto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θωπεύω, αγαπημένο, αγαπημένη, το αγαπημένο, αγαπημένες, τα αγαπημένα
Prediletto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • predicato στα ελληνικά - κατηγορούμενο, κατηγόρημα, γενεσιουργού, κύριων, κατηγορήματος
  • predicatore στα ελληνικά - ιεροκήρυκας, κήρυκας, ιεροκήρυκα, κήρυκα, ιεροκήρυξ
  • predire στα ελληνικά - προλέγω, προβλέπω, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλέψουμε, προβλέψει, να προβλέψει
  • predisposizione στα ελληνικά - προδιάθεση, προδιάθεσης, την προδιάθεση, προδιαθέσεως, προδιάθεση για
Τυχαίες λέξεις
Prediletto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θωπεύω, αγαπημένο, αγαπημένη, το αγαπημένο, αγαπημένες, τα αγαπημένα