Provvedere στα ελληνικά

Μετάφραση: provvedere, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τακτοποιώ, προνοώ, παροχή, προμήθεια, παρέχω, προμηθεύω, επιπλώνω, χορήγηση, κανονίζω, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει
Provvedere στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • provocare στα ελληνικά - προκαλώ, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
  • provocazione στα ελληνικά - προβοκάτσια, πρόκληση, πρόκλησης, προκλήσεις, την πρόκληση
  • provvedimento στα ελληνικά - μετρώ, διάβημα, βήμα, μέτρο, βηματίζω, τη μέτρηση, μέτρηση της, ...
  • provvidenza στα ελληνικά - πρόνοια, Providence, Πρόβιντενς, την πρόνοια, πρόνοια του
Τυχαίες λέξεις
Provvedere στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τακτοποιώ, προνοώ, παροχή, προμήθεια, παρέχω, προμηθεύω, επιπλώνω, χορήγηση, κανονίζω, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει