Προμηθεύω στα ιταλικά

Μετάφραση: προμηθεύω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fornire, procurare, provvedere, purvey
Προμηθεύω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προμηθεύω

προμηθεύω στα αγγλικα, προμηθεύω in english, προμηθεύω συνώνυμα, προμηθεύω αγγλικα, προμηθεύω με, προμηθεύω λεξικό γλώσσας ιταλικά, προμηθεύω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • προμηθευτής στα ιταλικά - fornitore, il fornitore, fornitori, fornitore di, dei fornitori
  • προμηθεύομαι στα ιταλικά - ottenere, conseguire, ricevere, promithefomai
  • προνοητικός στα ιταλικά - presbite, ipermetrope, lungimirante, lungimiranti, lungimiranza
  • προνοητικότητα στα ιταλικά - previdenza, previsione, lungimiranza, preveggenza, prospettiva
Τυχαίες λέξεις
Προμηθεύω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: fornire, procurare, provvedere, purvey