Saturare στα ελληνικά
Μετάφραση: saturare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσκεύω, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- satirico στα ελληνικά - σατιρικό, σατιρική, σατιρικά, σατυρικό, σατυρική
- satiro στα ελληνικά - σάτυρος, σάτυρο, σάτυρου, σατύρου, Σάτυρος που
- saturazione στα ελληνικά - κορεσμός, κορεσμού, κορεσμό, τον κορεσμό, του κορεσμού
- savana στα ελληνικά - σαβάνα, σαβάνας, Savannah, Σαβάννα, σαβάνες
Τυχαίες λέξεις
Saturare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσκεύω, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν
Μεταφράσεις: μουσκεύω, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν