Stretto στα ελληνικά

Μετάφραση: stretto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποπνιχτικός, κολλητός, στενός, πνιγηρός, κοντά, πορθμός, αυστηρός, σφιχτός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Stretto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stregone στα ελληνικά - μάγος, μάγο, μάγου, μαθητευόμενους μάγους, μάγοι
  • stretta στα ελληνικά - αγκάλιασμα, λαβή, κράτημα, αγκαλιάζω, πιάνω, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, ...
  • stridente στα ελληνικά - στρίγκος, τραχύφωνος, στριγκούς, ασκήσει δριμεία, δριμεία
  • stridere στα ελληνικά - στριγκλίζω, σκούξιμο, φωνάζω, γρύζω, στριγγλίζω, σκούζω, κραυγή, ...
Τυχαίες λέξεις
Stretto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποπνιχτικός, κολλητός, στενός, πνιγηρός, κοντά, πορθμός, αυστηρός, σφιχτός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής