Σφιχτός στα ιταλικά

Μετάφραση: σφιχτός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tirchio, taccagno, avaro, stretto, stretti, tight, a tenuta, aderente
Σφιχτός στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σφιχτός

σφιχτός συνώνυμο, σφιχτός συνώνυμα, σφιχτός λεξικό γλώσσας ιταλικά, σφιχτός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • σφηνώνω στα ιταλικά - alloggiare, depositare, albergare, guardiola, marmellata, confettura, inceppamento, ...
  • σφικτά στα ιταλικά - strettamente, ben, ermeticamente, saldamente, stretto
  • σφοδρά στα ιταλικά - inveighingly
  • σφοδρός στα ιταλικά - veemente, veementi, veemenza, vehement, irruente
Τυχαίες λέξεις
Σφιχτός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: tirchio, taccagno, avaro, stretto, stretti, tight, a tenuta, aderente