Utile στα ελληνικά
Μετάφραση: utile, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλεονέκτημα, προτέρημα, απολαβή, ωφέλεια, αγαθός, καλός, σκόπιμος, χρήσιμος, κέρδος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- potere στα ελληνικά - μπορώ, μπορούσα, εξουσία, κουτί, κύρος, δύναμη, ισχύς, ...
- rettore στα ελληνικά - καγκελάριος, πρύτανης, πρύτανη, Rector, εφημέριος, Πρυτανικό
- schioppo στα ελληνικά - τουφέκι, πιστόλι, όπλο, καραμπίνα, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
- sincero στα ελληνικά - ειλικρινής, ειλικρινή, ειλικρινείς, ειλικρινούς, τις ειλικρινείς
Τυχαίες λέξεις
Utile στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλεονέκτημα, προτέρημα, απολαβή, ωφέλεια, αγαθός, καλός, σκόπιμος, χρήσιμος, κέρδος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο
Μεταφράσεις: πλεονέκτημα, προτέρημα, απολαβή, ωφέλεια, αγαθός, καλός, σκόπιμος, χρήσιμος, κέρδος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο