Χρήσιμος στα ιταλικά
Μετάφραση: χρήσιμος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
proficuo, utile, giovevole, utili
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρήσιμος
χρήσιμος ηλίθιος, χρήσιμος συνώνυμα, χρήσιμος οδηγός, χρήσιμος παιδαγωγία, χρήσιμος συνώνυμο, χρήσιμος λεξικό γλώσσας ιταλικά, χρήσιμος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- χρήματα στα ιταλικά - contante, incassare, soldi, denaro, i soldi, il denaro, moneta
- χρήση στα ιταλικά - impiego, applicazione, adoperare, consuetudine, assuefazione, costumanza, uso, ...
- χρήστης στα ιταλικά - fruitore, utente, dell'utente, user, utenti, uso
- χρίσμα στα ιταλικά - nomina, unzione, unction, dell'unzione, l'unzione, unzioni
Τυχαίες λέξεις
Χρήσιμος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: proficuo, utile, giovevole, utili
Μεταφράσεις: proficuo, utile, giovevole, utili