Aval στα ελληνικά

Μετάφραση: aval, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρησιμεύω, ωφελώ, όφελος, Aval, ΑνβΙ, ΑναΙ, Κατάντη
Aval στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autorstvo στα ελληνικά - πατρότητα, συγγραφή, του συντάκτη, πατρότητας, συντάκτη του, συντάκτη του εγγράφου
  • avaj στα ελληνικά - αλίμονο, δυστυχώς, φευ
  • avanturist στα ελληνικά - τυχοδιώκτης, τυχοδιώκτη, adventurer, περιπέτειας, της περιπέτειας
  • avanturista στα ελληνικά - τυχοδιώκτης, τυχοδιώκτη, adventurer, περιπέτειας, της περιπέτειας
Τυχαίες λέξεις
Aval στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρησιμεύω, ωφελώ, όφελος, Aval, ΑνβΙ, ΑναΙ, Κατάντη