Definicije στα ελληνικά
Μετάφραση: definicije, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορισμός, ορισμοί, ορισμούς, ορισμών, τους ορισμούς, οι ορισμοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- deficit στα ελληνικά - έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του
- deficitaran στα ελληνικά - σπάνιος, σπάνιων, σπανίζουν, ανεπαρκεία, σπάνιο
- definiciji στα ελληνικά - ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
- definiranja στα ελληνικά - προσδιορίζω, καθορισμό, τον καθορισμό, ορισμό, καθορίζοντας, τον ορισμό
Τυχαίες λέξεις
Definicije στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορισμός, ορισμοί, ορισμούς, ορισμών, τους ορισμούς, οι ορισμοί
Μεταφράσεις: ορισμός, ορισμοί, ορισμούς, ορισμών, τους ορισμούς, οι ορισμοί