Djelo στα ελληνικά

Μετάφραση: djelo, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δημιουργία, παράδειγμα, δουλειά, υπόδειγμα, προσβολή, εργάζομαι, δέσμευση, δουλεύω, παράβαση, εργασία, αδίκημα, έργο, εργασίας, εργασίες
Djelo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • djelić στα ελληνικά - σωματίδιο, θρυμματίζω, φίμωτρο, θραύσμα, μόριο, κλάσμα, κομματάκι, ...
  • djeljiv στα ελληνικά - πολλαπλός, διαιρετός, διαιρείται, διαιρετό, διαιρετή, διαιρετά
  • djelokrug στα ελληνικά - έκταση, πεδίο δράσης, περιθώριο, σκοπός, πεδίο εφαρμογής
  • djelomičan στα ελληνικά - μερικός, μερική, μερικής, μερικό, τμηματική
Τυχαίες λέξεις
Djelo στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δημιουργία, παράδειγμα, δουλειά, υπόδειγμα, προσβολή, εργάζομαι, δέσμευση, δουλεύω, παράβαση, εργασία, αδίκημα, έργο, εργασίας, εργασίες