Djelovati στα ελληνικά
Μετάφραση: djelovati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειτουργώ, αντιδρώ, πράξη, παριστάνω, λειτουργία, δεξίωση, επηρεάζω, εργασία, έργο, δουλειά, εργασίας, εργασίες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- djelovanje στα ελληνικά - δραστηριότητα, εργαζόμενος, δραστηριότητας, δραστικότητα, δράση, δραστηριοτήτων
- djelovanjem στα ελληνικά - αγωγή, διάβημα, δράση, επενέργεια, δράσης, προσφυγή, ενέργεια, ...
- djelovođa στα ελληνικά - συγγραφέας, συγγραφέα, εγγραφής, γράφων
- djetelina στα ελληνικά - τριφύλλι, τριφυλλιού, το τριφύλλι, τριφύλλια, τριφυλλιών
Τυχαίες λέξεις
Djelovati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειτουργώ, αντιδρώ, πράξη, παριστάνω, λειτουργία, δεξίωση, επηρεάζω, εργασία, έργο, δουλειά, εργασίας, εργασίες
Μεταφράσεις: λειτουργώ, αντιδρώ, πράξη, παριστάνω, λειτουργία, δεξίωση, επηρεάζω, εργασία, έργο, δουλειά, εργασίας, εργασίες