Donošenje στα ελληνικά

Μετάφραση: donošenje, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υιοθεσία, υιοθέτηση, θέσπιση, θεσμοθέτηση, ψήφιση, θέσπισης, αναπαράσταση
Donošenje στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • donijeti στα ελληνικά - φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
  • donji στα ελληνικά - ταπεινώνω, χαμηλώνω, πάτος, χαμηλότερος, κάτω, χαμηλότερο, χαμηλότερη, ...
  • dopadljiv στα ελληνικά - ελκυστικός, φαιδρός, ωραίος, χαριτωμένη, καλοφτιαγμή, το χαριτωμένο
  • dopirali στα ελληνικά - ντοπάρω, προήλθε, προέρχονταν, προερχόταν, προήλθαν, προέλθει
Τυχαίες λέξεις
Donošenje στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υιοθεσία, υιοθέτηση, θέσπιση, θεσμοθέτηση, ψήφιση, θέσπισης, αναπαράσταση