Dovući στα ελληνικά
Μετάφραση: dovući, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σέρνω, έλξη, σύρετε, drag, οπισθέλκουσας, αντίσταση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dovraga στα ελληνικά - διάβολος, δεκάρα, βλασφημία, καταραμένο, βλασφημίας, γαμώτο
- dovršiti στα ελληνικά - περατώνω, ολόκληρος, τελειώνω, τερματισμός, ολοκληρώνω, τέλος, πλήρης, ...
- doza στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
- doziranje στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως
Τυχαίες λέξεις
Dovući στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σέρνω, έλξη, σύρετε, drag, οπισθέλκουσας, αντίσταση
Μεταφράσεις: σέρνω, έλξη, σύρετε, drag, οπισθέλκουσας, αντίσταση