Inhibirati στα ελληνικά

Μετάφραση: inhibirati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορίζω, παρεμποδίζω, αναστέλλουν, αναστέλλει, αναστέλλουν την, παρεμποδίζουν, αναστείλει
Inhibirati στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • infrastrukturu στα ελληνικά - υποδομή, υποδομής, υποδομών, υποδομές, των υποδομών
  • inherentan στα ελληνικά - συμφυής, εγγενείς, εγγενή, εγγενής, εγγενούς
  • inicijal στα ελληνικά - αρχικά, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικές
  • inicijalni στα ελληνικά - αρχικά, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικές
Τυχαίες λέξεις
Inhibirati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορίζω, παρεμποδίζω, αναστέλλουν, αναστέλλει, αναστέλλουν την, παρεμποδίζουν, αναστείλει