Lišen στα ελληνικά

Μετάφραση: lišen, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλην, στέρησε, στερηθεί, στερούνται, υποβαθμισμένες, στερείται
Lišen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lišaj στα ελληνικά - έκζεμα, λειχήνα, λειχήνες, λειχήνων, λειχήνας, lichen
  • lišavanje στα ελληνικά - στέρηση, στέρησης, στερητική, στερήσεις, η στέρηση
  • lišenje στα ελληνικά - στέρηση, Η στέρηση, στέρηση των, Η στέρηση των, αποτροπή της πρόσβασης των
  • lišiti στα ελληνικά - αποστερώ, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από
Τυχαίες λέξεις
Lišen στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλην, στέρησε, στερηθεί, στερούνται, υποβαθμισμένες, στερείται