Moć στα ελληνικά
Μετάφραση: moć, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρονιμάδα, δύναμη, προτέρημα, εξουσία, αρετή, προσόν, μπορούσα, κύρος, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mozaik στα ελληνικά - μωσαϊκό, ψηφιδωτό, ψηφιδωτά, μωσαϊκού, ψηφιδωτού
- mozak στα ελληνικά - εγκέφαλος, εγκεφάλου, εγκέφαλο, του εγκεφάλου, εγκεφάλων
- moćan στα ελληνικά - δυναμικός, εντατικός, δυνατός, έντονος, ισχυρός, ισχυρό, ισχυρή, ...
- moćni στα ελληνικά - ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Τυχαίες λέξεις
Moć στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρονιμάδα, δύναμη, προτέρημα, εξουσία, αρετή, προσόν, μπορούσα, κύρος, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Μεταφράσεις: φρονιμάδα, δύναμη, προτέρημα, εξουσία, αρετή, προσόν, μπορούσα, κύρος, ισχύς, ισχύος, ισχύ