Očuvati στα ελληνικά

Μετάφραση: očuvati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασώζω, συντηρώ, φτουρώ, διατηρώ, τελευταίος, διαρκώ, διατήρηση, τη διατήρηση, διαφύλαξη, διατηρήσουν, διατηρούν
Očuvati στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • očuvanje στα ελληνικά - διατήρηση, συντήρηση, διατήρησης, τη διατήρηση, διατηρήσεως, προστασία
  • očuvanost στα ελληνικά - διατήρηση, συντήρηση, διαφύλαξη, διατήρησης, συντήρησης
  • očvrsnuti στα ελληνικά - σκληραίνω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει
  • očvršćivanje στα ελληνικά - άρτυμα, συνήθιση
Τυχαίες λέξεις
Očuvati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασώζω, συντηρώ, φτουρώ, διατηρώ, τελευταίος, διαρκώ, διατήρηση, τη διατήρηση, διαφύλαξη, διατηρήσουν, διατηρούν