Odebljati στα ελληνικά
Μετάφραση: odebljati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δένω, πυκνώνω, πήζω, πυκνός, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Μεταφράσεις
- odcijepiti στα ελληνικά - σκίζω, ξήλωμα, ξεσκίζω, ΠΕΕ, rip
- odcjepljenje στα ελληνικά - αποσκίρτηση, απόσχιση, απόσχισης, την απόσχιση, της απόσχισης, αποχώρηση
- odgajati στα ελληνικά - τρέφω, ανατρέφω, πισινός, όπισθεν, οπίσθιος, πίσω, οπίσθιο, ...
- odgađanje στα ελληνικά - αναβολή, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Τυχαίες λέξεις
Odebljati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δένω, πυκνώνω, πήζω, πυκνός, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Μεταφράσεις: δένω, πυκνώνω, πήζω, πυκνός, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει