Πυκνός στα κροατικά
Μετάφραση: πυκνός, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odebljati, guste, brojan, jak, glup, gust, gustoću, bujan, zdepast, gusto zasađen, zdepaste
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυκνός
πυκνός μαστός, πυκνός αντώνυμα, πυκνόσ μετάφραση, πυκνός και λιτός λόγος, πυκνός συνώνυμα, πυκνός λεξικό γλώσσας κροατικά, πυκνός στα κροατικά
Μεταφράσεις
- πυγμαχώ στα κροατικά - kutijici, šamar, okvir, kovčeg, jarboli, svađa, Spar, ...
- πυκνωτής στα κροατικά - kondenzator, kondenzatora, kondenzatorskim, sa kondenzatorskim, capacitor
- πυκνότητα στα κροατικά - gustoća, debljina, gustoće, gustoću, gusto, gustoći
- πυκνώνω στα κροατικά - odebljati, zbiti, podebljati, zgusnuti, zgušnjavati
Τυχαίες λέξεις
Πυκνός στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: odebljati, guste, brojan, jak, glup, gust, gustoću, bujan, zdepast, gusto zasađen, zdepaste
Μεταφράσεις: odebljati, guste, brojan, jak, glup, gust, gustoću, bujan, zdepast, gusto zasađen, zdepaste