Odijevanje στα ελληνικά

Μετάφραση: odijevanje, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δέσιμο, σάλτσα, ντύσιμο, επιδέσμου, dressing, επίδεσμος
Odijevanje στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • odijeljenost στα ελληνικά - απομόνωση, χωρισμός, διαχωρισμού, διαχωρισμό, διαχωρισμός, χωρισμού
  • odijelo στα ελληνικά - συνήθεια, ρουχισμός, ανακατεμένος, ετερογενής, έξη, εξυπηρετώ, αρμόζω, ...
  • odijevati στα ελληνικά - φόρεμα, το φόρεμα, φορεμάτων, φόρεμά, dress
  • odio στα ελληνικά - μέρος, ΩΔΕΙΟ
Τυχαίες λέξεις
Odijevanje στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δέσιμο, σάλτσα, ντύσιμο, επιδέσμου, dressing, επίδεσμος