Odlučiti στα ελληνικά
Μετάφραση: odlučiti, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διευθετώ, λύνω, αποφασίζω, θεωρώ, κρίνω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- odlučili στα ελληνικά - αποφάσισε, αποφασίστηκε, αποφάσισαν, αποφασίσει, αποφασίζεται
- odlučio στα ελληνικά - αποφάσισε, αποφασίστηκε, αποφάσισαν, αποφασίσει, αποφασίζεται
- odlučivati στα ελληνικά - αποφασίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
- odlučnost στα ελληνικά - αποφασιστικότητα, απόφαση, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
Τυχαίες λέξεις
Odlučiti στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διευθετώ, λύνω, αποφασίζω, θεωρώ, κρίνω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
Μεταφράσεις: διευθετώ, λύνω, αποφασίζω, θεωρώ, κρίνω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν