Odlučujući στα ελληνικά
Μετάφραση: odlučujući, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πειστικός, αδιαμφισβήτητος, αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
![Odlučujući στα ελληνικά Odlučujući στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-hr-gr-8644.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- odlučnost στα ελληνικά - αποφασιστικότητα, απόφαση, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
- odlučuje στα ελληνικά - αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίσει να
- odmah στα ελληνικά - ίσιος, αμέσως, ευθύς, άμεσα, άμεση, πάραυτα
- odmakao στα ελληνικά - προχωρημένος, προς τα εμπρός, και μετά, εμπρός, την περαιτέρω, τα εμπρός
Τυχαίες λέξεις
Odlučujući στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πειστικός, αδιαμφισβήτητος, αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Μεταφράσεις: πειστικός, αδιαμφισβήτητος, αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό