Πειστικός στα κροατικά
Μετάφραση: πειστικός, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uvjerljiv, odlučujući, uvjerljivo, uvjerljiva, uvjerljivi, uvjerljiviji
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειστικός
πειστικός λόγος κούτρας, πειστικός συνώνυμα, πειστικός λόγος σαββάλας, πειστικός λόγος 1, πειστικός λόγος τεύχος α, πειστικός λεξικό γλώσσας κροατικά, πειστικός στα κροατικά
Μεταφράσεις
- πεισμωμένος στα κροατικά - tvrdoglav, svojeglav, uporan, peismomenos
- πειστήριο στα κροατικά - izgovor, izgovaranje, izložak, izložba, pokazuju, izložbeni, izlagati
- πελάτης στα κροατικά - mušterija, kupac, kupca, Customer, kupaca, kupcima
- πελέκι στα κροατικά - osovina, sjekira, Strugač, chipper, seckanje
Τυχαίες λέξεις
Πειστικός στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: uvjerljiv, odlučujući, uvjerljivo, uvjerljiva, uvjerljivi, uvjerljiviji
Μεταφράσεις: uvjerljiv, odlučujući, uvjerljivo, uvjerljiva, uvjerljivi, uvjerljiviji