Odsjeći στα ελληνικά
Μετάφραση: odsjeći, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεκόβω, πόρπη, συνδετήρας, κουρεύω, ακρωτηριάζω, ψαλιδίζω, αποκόπτω, αποκοπεί, αποκόπτεται, αποκομμένο, αποκομμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- odsjek στα ελληνικά - τεντώνομαι, τεζάρω, τεντώνω, εκτείνομαι, τμήμα, ενότητα, παράγραφο, ...
- odsjev στα ελληνικά - αντανάκλαση, αντανακλαστικό, αντανακλαστικού, reflex, αντανακλαστική
- odsječak στα ελληνικά - τμήμα, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
- odsječan στα ελληνικά - περικόπτω, κονταίνω, απότομος, Curt, Απότομο, κοφτός, ξερός
Τυχαίες λέξεις
Odsjeći στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεκόβω, πόρπη, συνδετήρας, κουρεύω, ακρωτηριάζω, ψαλιδίζω, αποκόπτω, αποκοπεί, αποκόπτεται, αποκομμένο, αποκομμένα
Μεταφράσεις: ξεκόβω, πόρπη, συνδετήρας, κουρεύω, ακρωτηριάζω, ψαλιδίζω, αποκόπτω, αποκοπεί, αποκόπτεται, αποκομμένο, αποκομμένα