Ξεκόβω στα κροατικά

Μετάφραση: ξεκόβω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
amputirati, odsjeći, odučiti, odvikavati, dijete, odviknuti, odbijalo
Ξεκόβω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεκόβω

ξεκόβω λεξικό γλώσσας κροατικά, ξεκόβω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • ξεκουραστικός στα κροατικά - miran, umirujući, ugodan, odmarajući, umirujuće
  • ξεκούραση στα κροατικά - smekšavanje, razonoda, ublaženje, opuštanje, za opuštanje, odmor, opuštanja, ...
  • ξελογιάζω στα κροατικά - sablazan, zavođenje, sablazniti, zavesti, zavoditi, zavodi, zavode, ...
  • ξεμέθυστος στα κροατικά - trezven, razborit, umjeren, miran, kamen, kamena, kameni, ...
Τυχαίες λέξεις
Ξεκόβω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: amputirati, odsjeći, odučiti, odvikavati, dijete, odviknuti, odbijalo