Λέξη: στρατιωτικός

Σχετικές λέξεις: στρατιωτικός

στρατιωτικός ιερέας, στρατιωτικός σύνδεσμος, στρατιωτικός κανονισμός 20-1, στρατιωτικός ποινικός κώδικας, στρατιωτικός κανονισμός 20-2 pdf, στρατιωτικός εξοπλισμός, στρατιωτικός νόμος, στρατιωτικός κανονισμός 20-2, στρατιωτικός αριθμός, στρατιωτικός όρκος

Μεταφράσεις: στρατιωτικός

στρατιωτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
military, martial, a military, army, military officer

στρατιωτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ejército, marcial, militar, militares, militar de, fuerzas armadas

στρατιωτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
militär, militärisch, Militär, Militär-, militärischen, militärische

στρατιωτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
guerrier, martial, armée, militaire, militaires, militaire de

στρατιωτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
militare, militari, esercito

στρατιωτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
militar, militares, forças armadas, exército

στρατιωτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
militair, leger, militaire, de militaire, militairen

στρατιωτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
воинский, ратный, трибунал, войска, военный, военные, военная, военно, военной

στρατιωτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
militær, militære, militært, militæret

στρατιωτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
militär, militära, militären, militärt

στρατιωτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sotilaallinen, sotilas, sotilaallisen, sotilaallista, armeijan, sotilaallisia

στρατιωτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
militær, militære, militært, militæret, militæroperation

στρατιωτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vojenský, vojsko, válečný, armáda, vojenské, vojenská, vojenskou

στρατιωτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
militarny, wojskowy, wojskowość, bojowy, wojenny, militaria, wojsko, wojskowych, wojskowej

στρατιωτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
katonai, katonaság, hadsereg, a katonai, hadi

στρατιωτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
askeri, askerî, asker, askerlik, ordu

στρατιωτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мілітаризація, військовий, воєнний, військового, військова, військове

στρατιωτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ushtarak, ushtria, ushtarake, ushtarak i, ushtrisë

στρατιωτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
войска, военен, военна, военната, военни, военно

στρατιωτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ваенны, вайсковы, вайсковец, ваенная

στρατιωτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõjaline, sõjaväeline, militaarne, sõjalise, sõjaliste, sõjalist, sõjalisi

στρατιωτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vojsci, vojni, vojnički, vojska, vojna, vojne, vojno

στρατιωτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
her, hersins, herinn, hernaðarleg, hernaðarlega

στρατιωτικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
bellicus

στρατιωτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
karinis, karinės, karinė, karinio, karo

στρατιωτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
militārs, militārpersona, militāro, militārā, militārās

στρατιωτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
воена, војската, воени, воените, воен

στρατιωτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
militar, militare, militară, militara, militară a

στρατιωτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vojaška, vojaški, vojaško, vojska, vojaške

στρατιωτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bojový, vojenský, vojenského, vojenské, vojenská, vojenských

Στατιστικά δημοτικότητας: στρατιωτικός

Τυχαίες λέξεις