Okamenjeno στα ελληνικά
Μετάφραση: okamenjeno, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιθοβολώ, πετροβολώ, πέτρα, απολιθωμένο, απολιθωμένα, απολιθωμένου, απολιθωμένων, απολιθωμένους
Μεταφράσεις
- okaljati στα ελληνικά - λερώνω, μαγαρίζω, ρυπαίνω, μολύνουν, ρυπαίνουν, μολύνει, ρυπαίνει, ...
- okamenjenje στα ελληνικά - απολίθωση, απολίθωσης, απολίθωμα
- okamina στα ελληνικά - απολίθωμα, απολιθώματα, απολιθωμάτων, τα απολιθώματα, απολιθώματα που, απολιθωμένα
- okidač στα ελληνικά - ταξιδάκι, πεδικλώνω, σκανδάλη, ενεργοποίησης, σκανδάλης, έναυσμα, της σκανδάλης
Τυχαίες λέξεις
Okamenjeno στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιθοβολώ, πετροβολώ, πέτρα, απολιθωμένο, απολιθωμένα, απολιθωμένου, απολιθωμένων, απολιθωμένους
Μεταφράσεις: λιθοβολώ, πετροβολώ, πέτρα, απολιθωμένο, απολιθωμένα, απολιθωμένου, απολιθωμένων, απολιθωμένους