Onemogućavati στα ελληνικά

Μετάφραση: onemogućavati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακωλύω, αποκλείω, απενεργοποιήσετε, απενεργοποίηση, απενεργοποιήστε, να απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήσετε την
Onemogućavati στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ondje στα ελληνικά - εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει
  • one στα ελληνικά - τριάντα, είκοσι, αυτοί, που, ότι, να, τους
  • onemogućiti στα ελληνικά - αχρηστεύω, απενεργοποιώ, απενεργοποιήσετε, απενεργοποίηση, απενεργοποιήστε, να απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήσετε την
  • oneraspoložiti στα ελληνικά - καθιστώ αδιάθετων, καθιστώ ανίκανο, καθιστώ απρόθυμο
Τυχαίες λέξεις
Onemogućavati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακωλύω, αποκλείω, απενεργοποιήσετε, απενεργοποίηση, απενεργοποιήστε, να απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήσετε την