Osiguravajući στα ελληνικά

Μετάφραση: osiguravajući, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασφάλεια, ασφάλιση, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών
Osiguravajući στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • osiguranje στα ελληνικά - ασφάλεια, ασφάλιση, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών
  • osigurati στα ελληνικά - ασφαλής, περιφρουρώ, βεβαιώνω, εδραιώνω, σκυταλοδρομία, ασφαλίζω, κατοχυρώνω, ...
  • osiguravanje στα ελληνικά - εξασφαλίζω, βεβαιώνομαι, εξασφαλίζοντας, διασφαλίζοντας, διασφάλιση, την εξασφάλιση, εξασφάλιση
  • osiguravati στα ελληνικά - καθησυχάζω, βεβαιώνομαι, εξασφαλίζω, καθησυχάσει, καθησυχάσω, διαβεβαιώσω, διαβεβαιώσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Osiguravajući στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασφάλεια, ασφάλιση, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών