Osnovno στα ελληνικά

Μετάφραση: osnovno, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιχειώδης, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
Osnovno στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • osnovnih στα ελληνικά - θεμελιώδης, πρώτος, ουσιώδης, πρωταρχικός, βασικός, βασικού, βασικές, ...
  • osnovnim στα ελληνικά - απαραίτητος, πρώτος, πρωταρχικός, ουσιώδης, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, ...
  • osnovnu στα ελληνικά - στοιχειώδης, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
  • osnovu στα ελληνικά - ευτελής, βάθρο, βάση, βάσει, βάσης
Τυχαίες λέξεις
Osnovno στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιχειώδης, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια