Αναστάτωση στα αγγλικά

Μετάφραση: αναστάτωση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fuss, disruption, upheaval, commotion, inconvenience
Αναστάτωση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αναστάτωση

flurry
  • φύσημα
  • μπουρίνι
  • αναστάτωση
  • νιφάς
  • ταραχή
upheaval
  • αναστάτωση
commotion
  • αναταραχή
  • φασαρία
  • αναστάτωση
  • ταραχή
  • οχλαγωγία
  • συγκλονισμός
convulsion
  • σπασμός
  • αναστάτωση
disruption
  • αναστάτωση
  • διάσπαση
  • διάρρηξη
  • αποδιοργάνωση
  • άρνηση πρόσβασης
disorganization
  • αποδιοργάνωση
  • παράλυση
  • αναστάτωση
  • ξεχαρβάλωμα

Σχετικές λέξεις: αναστάτωση

αναστάτωση συνώνυμα, αναστάτωση μεταφραση, αναστάτωση στο άγιο όρος συνεχίζει να κουνιέται το καντήλι, αναστάτωση επικρατεί αυτή την ώρα στην αγία σοφίας, αναστάτωση από ιστοσελίδα που κλέβει καυτές φωτογραφίες, αναστάτωση λεξικό γλώσσας αγγλικά, αναστάτωση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ανασκοπώ στα αγγλικά - review, go over
  • ανασκόπηση στα αγγλικά - survey, review, review of, overview, background, a review
  • αναστέλλω στα αγγλικά - adjourn, suspend, inhibit, abort, pause, I suspend
  • αναστατώνω στα αγγλικά - upset, fluster, confound, disorganize, disrupt, exercising
Τυχαίες λέξεις
Αναστάτωση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: fuss, disruption, upheaval, commotion, inconvenience