Pješačiti στα ελληνικά

Μετάφραση: pješačiti, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόδι, πεζοπορία, πεζοπορώ, αύξηση, αύξηση των, χαράτσι
Pješačiti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • danguba στα ελληνικά - σπρώχνω, σαλιγκάρι, τσιγκλώ, κρεμάμενος, dangler, αιωρούμενο εξάρτημα
  • na στα ελληνικά - προς, ανά, σε, κάθε, να, για, με
  • odbijanje στα ελληνικά - αντίκτυπο, αντιπαθητικός, επίπτωση, απόρριψη, σκουπίδια, απωθητικός, αντίκτυπος, ...
  • okorjelost στα ελληνικά - ισχυρογνωμοσύνη, σκληροκαρδία, ακαμψία, ισχυρογνωμοσύνης, ακαμψία της
Τυχαίες λέξεις
Pješačiti στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόδι, πεζοπορία, πεζοπορώ, αύξηση, αύξηση των, χαράτσι