Povezati στα ελληνικά

Μετάφραση: povezati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δένω, πεδικλώνω, δεσμεύω, επίδεσμος, συνδέω, γραβάτα, βιβλιοδετώ, σύνδεσμος, δεσμός, σύνδεση, σύνδεσμο, συνδέσμου
Povezati στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dugovanje στα ελληνικά - χρέωση, χρεωστική, χρεωστικές, χρεωστικής, χρεωστικών
  • gradom στα ελληνικά - πόλη, πόλης, της πόλης, την πόλη
  • izdavanju στα ελληνικά - έκδοση, έκδοσης, χορήγηση, την έκδοση, Η έκδοση
  • najamnički στα ελληνικά - μισθοφόρος, μισθοφορικός, μισθοφορικών, μισθοφορικό, μισθοφόρου, μισθοφορικού
Τυχαίες λέξεις
Povezati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δένω, πεδικλώνω, δεσμεύω, επίδεσμος, συνδέω, γραβάτα, βιβλιοδετώ, σύνδεσμος, δεσμός, σύνδεση, σύνδεσμο, συνδέσμου