Priopćavanje στα ελληνικά

Μετάφραση: priopćavanje, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληροφορώ, μεταβιβάζω, αποκάλυψη, γνωστοποίηση, κοινοποίηση, κοινολόγηση, δημοσιοποίηση
Priopćavanje στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antikni στα ελληνικά - αντίκα, Antique, αντίκες, αντικέ, παλαιά
  • kloniranje στα ελληνικά - Κλωνοποίηση, Cloning, την κλωνοποίηση, Η κλωνοποίηση, Κλώνωση
  • narkotičan στα ελληνικά - ναρκωτικό, ναρκωτικών, ναρκωτική, ναρκωτικά, ναρκωτικές
  • obor στα ελληνικά - στυλό, πένα, συσκευή τύπου πένας, πένας, τύπου πένας
Τυχαίες λέξεις
Priopćavanje στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληροφορώ, μεταβιβάζω, αποκάλυψη, γνωστοποίηση, κοινοποίηση, κοινολόγηση, δημοσιοποίηση