Prljanje στα ελληνικά

Μετάφραση: prljanje, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρύπανση, μόλυνση, βεβήλωση, μίασμα, μόλυσμα, διαφθοράς νεαρής
Prljanje στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dispečer στα ελληνικά - αποστολέας, αποστολέα, αποστολέα που, αποστολέα που έχει
  • federalni στα ελληνικά - ομοσπονδιακός, Ομοσπονδιακή, ομοσπονδιακό, ομοσπονδιακές, ομοσπονδιακής
  • isključenje στα ελληνικά - απέλαση, αποβολή, αποκλεισμός, απαλλαγή, αποκλεισμού, αποκλεισμό, εξαίρεση, ...
  • opreme στα ελληνικά - εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
Τυχαίες λέξεις
Prljanje στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρύπανση, μόλυνση, βεβήλωση, μίασμα, μόλυσμα, διαφθοράς νεαρής