Punopravna στα ελληνικά

Μετάφραση: punopravna, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεμάτος, μεστός, ολικός, πλήρης, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
Punopravna στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hiljaditi στα ελληνικά - χιλιοστός, χιλιοστό, χιλιοστού, χιλιοστά, χιλιοστή
  • klistiranje στα ελληνικά - κλύσμα, κλύσματος, υποκλυσμό, υποκλυσμού, ενέματος
  • navika στα ελληνικά - συνήθεια, έξη, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια
  • optjecaj στα ελληνικά - κυκλοφορία, κυκλοφορίας, την κυκλοφορία, κυκλοφορία του
Τυχαίες λέξεις
Punopravna στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεμάτος, μεστός, ολικός, πλήρης, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες