Simultano στα ελληνικά
Μετάφραση: simultano, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταυτόχρονα, ταυτόχρονος, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, ταυτόχρονη, παράλληλα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezuvjetno στα ελληνικά - άφεση, άνευ όρων, ανεπιφύλακτα, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτη
- lišće στα ελληνικά - φύλλωμα, φυλλώματα, φυλλώματος, το φύλλωμα, φύλλα
- nepodudarnost στα ελληνικά - ασυναρτησία, δυσαρμονία, ασυμφωνία, ανομοιογένεια, ασυνέπεια
- obzirnost στα ελληνικά - πόνος, άλγος, ευσυνειδησία, ακριβολογία
Τυχαίες λέξεις
Simultano στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταυτόχρονα, ταυτόχρονος, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, ταυτόχρονη, παράλληλα
Μεταφράσεις: ταυτόχρονα, ταυτόχρονος, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, ταυτόχρονη, παράλληλα