Ταυτόχρονα στα κροατικά
Μετάφραση: ταυτόχρονα, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
istodobno, istovremeno, simultano, je istovremeno, isto
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονα
ταυτόχρονα αγγλικά, ταυτόχρονα συνώνυμο, εομ ταυτόχρονα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, ταυτόχρονα λεξικό γλώσσας κροατικά, ταυτόχρονα στα κροατικά
Μεταφράσεις
- ταυτίζω στα κροατικά - ustanoviti, izjednačiti, odrediti, prepoznavanje, istovjetan, identičan, identična, ...
- ταυτότητα στα κροατικά - identifikacijskog, samosvojnost, identitet, identifikaciju, istovjetnost, identiteta, osobna, ...
- ταυτόχρονος στα κροατικά - usporednog, paralelan, simultano, istodoban, istovremen, simultan, simultani, ...
- ταφή στα κροατικά - ukop, sahrana, ukopavanje, pogreb, pokop, zakapanje
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονα στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: istodobno, istovremeno, simultano, je istovremeno, isto
Μεταφράσεις: istodobno, istovremeno, simultano, je istovremeno, isto