Služiti στα ελληνικά

Μετάφραση: služiti, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιερέας, χρησιμεύω, υπουργός, χοροστατώ, όφελος, ωφελώ, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν
Služiti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bježanje στα ελληνικά - τρέχει μακριά, φυγή, η φυγή, να τρέχει μακριά, φυγής
  • gmizati στα ελληνικά - έρπω, κόλακας, σέρνομαι, σκλήθρα, ολίσθημα, γλιστρούν, γλιστρώ
  • kupljeni στα ελληνικά - αγοράζονται, αγοραστεί, αγόρασε, αγοράστηκαν, αγοράστηκε
  • mućenju στα ελληνικά - βασανισμός, βασανίζω, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, των βασανιστηρίων, βασανιστήρια
Τυχαίες λέξεις
Služiti στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιερέας, χρησιμεύω, υπουργός, χοροστατώ, όφελος, ωφελώ, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν