Spojen στα ελληνικά
Μετάφραση: spojen, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολλαπλός, συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inspektorat στα ελληνικά - Επιθεώρηση, επιθεώρησης, επιθεωρητών, σώμα επιθεωρητών, υπηρεσία επιθεώρησης
- koketirati στα ελληνικά - φλερτάρω, Coquet, ερωτοτροπώ
- mobilna στα ελληνικά - κινητός, ταξιδεύω, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών
- opće στα ελληνικά - γενικός, συνήθως, στρατηγός, κοινώς, κοινά, γενική, γενικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Spojen στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολλαπλός, συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί
Μεταφράσεις: πολλαπλός, συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί