Sredstvo στα ελληνικά

Μετάφραση: sredstvo, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέσο, μέσον, εργαλείο, εκκενώνω, όργανο, ενεργητικό, ευχέρεια, συνταγή, μεσίτης, παράγων, πόροι, συσκευή, κεφάλαιο, ευκολία, πράκτορας, αντιπρόσωπος, παράγοντα
Sredstvo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ciljanje στα ελληνικά - νύξη, υπαινιγμός, Στόχευση, στόχευσης, Στόχευση των, Στοχοθέτηση, Η στόχευση
  • diskontinuiran στα ελληνικά - ασυνεχής, ασυνεχείς, ασυνεχές, ασυνεχή, ασυνεχούς
  • glup στα ελληνικά - χαζός, απότομος, γελοιότητα, ανόητος, χοντρός, κουτός, ακαθάριστος, ...
  • nepripravan στα ελληνικά - αυτοσχέδιος, αυθόρμητο, πρόχειρες, ελαφρότητα, άστοχο
Τυχαίες λέξεις
Sredstvo στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέσο, μέσον, εργαλείο, εκκενώνω, όργανο, ενεργητικό, ευχέρεια, συνταγή, μεσίτης, παράγων, πόροι, συσκευή, κεφάλαιο, ευκολία, πράκτορας, αντιπρόσωπος, παράγοντα